ECONOMICS - INDUSTRY & TRADE - EXPORT MARKETS   [Αρχική Σελίδα]










ΕΛΛΑΔΑ, ΦΟΒΟΙ ΚΑΤΑΡΡΕΥΣΗΣ: Δημόσιοι υπάλληλοι, η συγκριτική αντιστοιχία τους με τον πληθυσμό, οι σκιώδεις τράπεζες και η σχέση τους με τις κρατικές χρεοκοπίες, η αλαζονεία της δύναμης, καθώς επίσης οι παραλληλισμοί της πατρίδας μας με την Αργεντινή του 2001

Κείμενα

 

Είναι πολλοί αυτοί που, εύλογα ίσως, κατακρίνουν τους δημοσίους υπαλλήλους στην Ελλάδα, ισχυριζόμενοι ότι πρέπει να απολυθούν οι περισσότεροι - δυστυχώς όμως όχι επειδή δεν είναι παραγωγικοί, αλλά λόγω του ότι θεωρούνται υπεράριθμοι.

 

Εν τούτοις, εάν κανείς ερευνήσει αυτά που επικρατούν στις υπόλοιπες χώρες της Ευρώπης, θα οδηγηθεί σε άλλα συμπεράσματα - ακόμη και εάν εξαιρέσει τη Σκανδιναβία, στην οποία ο αριθμός των ΔΥ πλησιάζει σχεδόν το 1/3 του ενεργού πληθυσμού (αν και δεν δημιουργεί το παραμικρό πρόβλημα).

 

Χωρίς να επεκταθούμε σε λεπτομέρειες, αυτό που έχει σημασία είναι κυρίως το πόσοι ΔΥ του στενού δημόσιου τομέα αντιστοιχούν σε 1.000 κατοίκους. Στα πλαίσια αυτά και με δεδομένο το ότι, οι ΔΥ στην Ελλάδα είναι περί τους 730.000 (τελευταία απογραφή), ενώ ο συνολικός πληθυσμός 11 εκ., έχουμε 66 ΔΥ ανά 1.000 κατοίκους (αν και ο επικίνδυνα μεγάλος αριθμός των λαθρομεταναστών, σε αντίθεση με τις άλλες χώρες, επιδεινώνει κατά πολύ το ποσοστό - εις βάρος φυσικά του αριθμού των ΔΥ στην Ελλάδα).

 

Συγκρίνοντας τώρα τη χώρα μας με τη Γερμανία, θα διαπιστώσουμε ότι εκεί απασχολούνται 50 ΔΥ ανά 1.000 κατοίκους - γεγονός που σημαίνει πως ο υπερβάλλων αριθμός ΔΥ στην Ελλάδα είναι 176.000 εργαζόμενοι. Αντίθετα, εάν η σύγκριση μας γίνει με τη Γαλλία, στην οποία απασχολούνται 90 ΔΥ ανά 1.000 κατοίκους (πηγή: Handelsblatt), τότε η Ελλάδα θα έπρεπε να προσλάβει ακόμη 264.000 ΔΥ.

 

Ουσιαστικά λοιπόν "κλίνουμε" προς την πλευρά της Γερμανίας, παρά τις πρόσφατες, ανόητες δηλώσεις του ύπατου αρμοστή της στην Ελλάδα, σύμφωνα με τις οποίες 1.000 Γερμανοί ΔΥ αποδίδουν όσο 3.000 Έλληνες - πόσο μάλλον όταν οι Έλληνες ΔΥ "εξυπηρετούν" πάνω από 1.000.000 λαθρομετανάστες, όταν οι Γερμανοί κατά πολύ λιγότερους.  

 

Ολοκληρώνοντας, κατά την άποψη μας το βασικότερο πρόβλημα της πατρίδας μας, στο συγκεκριμένο σημείο, είναι η μειωμένη παραγωγικότητα των ΔΥ - αφού οι υπηρεσίες που προσφέρουν είναι κατά πολύ κατώτερες από τις αντίστοιχες της Γερμανίας ή της Γαλλίας (πόσο μάλλον της Σουηδίας).

 

Πιθανότατα δε οι αιτίες είναι η κομματική διαφθορά, η αναξιοκρατία, καθώς επίσης η εξαιρετικά ελλειμματική παιδεία - οπότε καταλήγουμε και από εδώ στο ίδιο συμπέρασμα: στο ότι δηλαδή το βασικό πρόβλημα της πατρίδας μας δεν είναι οικονομικό, αλλά πολιτισμικό και κοινωνικό.         

 

Σκιώδεις τράπεζες και χρεοκοπίες


Σύμφωνα με τους μηχανισμούς εποπτείας του χρηματοπιστωτικού συστήματος, ο φόβος και ο τρόμος των κρατών, οι σκιώδεις τράπεζες, έχουν αυξήσει το μέγεθος τους σημαντικά, σε σχέση με την εποχή πριν από την κρίση – ένα μέγεθος που υπολογίζεται πλέον στα 67 τρις $ το 2011, έναντι 62 τρις $ το 2007 και 26 τρις $ το 2002.


Το γεγονός αυτό σημαίνει ότι, τα ανεξέλεγκτα επενδυτικά κεφάλαια διακινούν το 25% περίπου των παγκοσμίων περιουσιακών στοιχείων - τα οποία είναι της τάξης των 250 τρις $.


Όταν αναφερόμαστε σε σκιώδεις τράπεζες εννοούμε εκείνα τα ινστιτούτα, τα οποία αναλαμβάνουν χρηματοδοτήσεις ανάλογες με αυτές των τραπεζών – χωρίς όμως να υπόκεινται στον έλεγχο των εποπτικών μηχανισμών του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Πρόκειται ουσιαστικά για
hedge funds, για money market funds, καθώς επίσης για εταιρείες ειδικού σκοπού, τις οποίες ιδρύουν οι ίδιες οι τράπεζες – επομένως για επενδυτικά κεφάλαια, τα οποία είναι εκτεθειμένα σε μεγάλα ρίσκα.


Ιδιαίτερα προβληματικά είναι τα επενδυτικά κεφάλαια διαθεσίμων (
money market funds) – στα οποία οφείλονται κυρίως οι πρόσφατες, μεγάλες αναταραχές, κατά την ευρωπαϊκή κρίση χρέους, επειδή αφαίρεσαν από τις ευρωπαϊκές τράπεζες μεγάλη ρευστότητα σε δολάρια (πούλησαν ευρώ και αγόρασαν δολάρια). Τα κεφάλαια αυτά θεωρούνται τα πλέον «ευάλωτα», επειδή οι επενδυτές και οι μέτοχοι τους αποσύρουν ταχύτατα τα χρήματα τους, εάν τυχόν διακρίνουν κινδύνους.


Το μεγαλύτερο μέρος του κλάδου των σκιωδών τραπεζών ευρίσκεται στις Η.Π.Α. – έχοντας όγκο 23 τρις $, με κριτήριο τον οποίο το παγκόσμιο μερίδιο αγοράς τους ανέρχεται στο 35% - αν και μειώθηκε από 44% προηγουμένως, προς όφελος κυρίως της Μ. Βρετανίας.


Ο αντίστοιχος κλάδος της Ευρωζώνης υπολογίζεται στα 22 τρις $ - ένα καθόλου ευκαταφρόνητο μέγεθος. Εκτός από τις Η.Π.Α., τη Μ. Βρετανία και τη Ευρωζώνη, το Χονγκ Κονγκ, η Σιγκαπούρη και η Ελβετία «φιλοξενούν» τις περισσότερες σκιώδεις τράπεζες.


Σε κάθε περίπτωση είναι πλέον αποδεδειγμένο ότι, οι σκιώδεις τράπεζες όχι μόνο επιταχύνουν τις χρηματοπιστωτικές κρίσεις, αλλά, δυστυχώς, τις προκαλούν – ενώ κανένα κράτος δεν φαίνεται να είναι σε θέση να τις ελέγξει, αφού τα ισχυρότατα λόμπι τους «χρηματοδοτούν» και «χρηματίζουν» την πολιτική, επιβάλλοντας τους δικούς τους κανόνες.

 

 


Ολοκληρώνοντας, η μέθοδος που ιδρύονται, αναπτύσσονται και λειτουργούν τα
hedge funds, είναι η εξής:


(α) Ιδρύονται με ένα σχετικά μικρό μέγεθος, με ίδια κεφάλαια δηλαδή της τάξης του 1 δις $ - πολλές φορές με ακόμη λιγότερα, ενώ φυσικά δεν πληρώνουν ποτέ φόρους.  


(β) Στη συνέχεια «εφοδιάζονται» με άτοκα ξένα κεφάλαια, από τις εμπορικές τράπεζες ή από τα ασφαλιστικά/συνταξιοδοτικά ταμεία, με ελάχιστες εγγυήσεις και μακροπρόθεσμα – παράδειγμα, για τρία χρόνια. Τα κεφάλαια αυτά τους παρέχονται άτοκα, επειδή οι επενδυτές (τράπεζες κλπ.) συμμετέχουν στις επενδύσεις τους και αναμένουν μεγάλες αποδόσεις.


(γ) Έχοντας τώρα πολύ μεγαλύτερα συνολικά κεφάλαια (ίδια και ξένα), επιλέγουν έναν κλάδο και επενδύουν με μεγάλο ρίσκο. Για παράδειγμα, το γνωστό
LTCM της Καλιφορνίας, το οποίο χρεοκόπησε, είχε διαλέξει τα ομόλογα, τοποθετώντας τεράστια ποσά.


(δ) Επί πλέον στα ίδια και ξένα κεφάλαια, τα
hedge funds δανείζονται χρήματα. Για παράδειγμα, το LTCM είχε δανεισθεί 20 φορές πάνω από τα ίδια κεφάλαια του.


(ε) Με όλες τις παραπάνω διαδικασίες, το αρχικά μικρό
hedge fund μετατρέπεται σε γίγαντα – αφού το LTCM είχε συνολικές επενδύσεις περί τα 1.250 δις $, κυρίως τότε σε ρωσικά ομόλογα.


(στ) Τυχόν κατάρρευση λοιπόν κάποιας τιμής (στο παράδειγμα του
LTCM είχε καταρρεύσει η αγορά ομολόγων της Ρωσίας, κατά τη χρεοκοπία της), αναγκάζει το hedge fund να ρευστοποιήσει όλες τις άλλες τοποθετήσεις του, για να καλύψει τις ζημίες – με αποτέλεσμα να δημιουργεί χάος στις χρηματαγορές (κρίση χρέους της Ασίας κλπ.)


(ζ) Το
LTCM εκείνη την εποχή είχε ίδια κεφάλαια 2,1 δις $ και χρέη 120 δις $ - οπότε, εάν χρεοκοπούσε, θα συμπαρέσερνε μεγάλο μέρος των αμερικανικών τραπεζών. Είκοσι μεγάλες τράπεζες λοιπόν αναγκάσθηκαν να το διασώσουν, ενώ η κεντρική τράπεζα των Η.Π.Α. μείωσε το βασικό επιτόκιο, για να τις διευκολύνει.


Έτσι, μπόρεσε να αποφευχθεί το κραχ, το οποίο θα προκαλούσε η κατάρρευση του
LTCMκάτι που δεν έγινε το 2008, στην περίπτωση της Lehman Brothers, με τα γνωστά επακόλουθα.


Στα ομόλογα τώρα του ελληνικού δημοσίου είχαν τοποθετηθεί πολλές από αυτές τις «αιμοβόρες ακρίδες», όπως συνήθως αποκαλούνται τα κερδοσκοπικά κεφάλαια – με αποτέλεσμα,


(α) σε συνδυασμό με τα
CDS, με τα ασφάλιστρα κινδύνου δηλαδή, με τα οποία ασφαλίζει κανείς το σπίτι του γείτονα, έχοντας κάθε κίνητρο να το κάψει, καθώς επίσης


(β) με τις «εγκληματικές» δημόσιες τοποθετήσεις των τότε πολιτικών (διόγκωση του ελλείμματος, Τιτανικός κλπ.),


να οδηγηθεί δυστυχώς η πατρίδα μας στα πρόθυρα της χρεοκοπίας και στα νύχια του ΔΝΤ - από τα οποία ευχόμαστε μεν αλλά ελπίζουμε ελάχιστα ότι θα ξεφύγουμε. Εάν δε τελικά τα καταφέρουμε, θα έχει λεηλατηθεί τόσο ο ιδιωτικός, όσο και ο δημόσιος πλούτος μας - με αποτέλεσμα τη συνέχιση της εξάρτησης μας και την παραμονή μας στον ορό.

 

Η αλαζονεία της δύναμης


«Αυτή τη στιγμή το μεγαλύτερο πρόβλημα της Ευρωζώνης δεν είναι πλέον η Ελλάδα, ούτε η Ισπανία και η Ιταλία, αλλά η Γαλλία – η οποία δεν έχει κάνει τίποτα για την ανάκτηση της ανταγωνιστικότητας της», αναφέρουν τα γερμανικά ΜΜΕ, συνεχίζοντας:


«Η Γαλλία χρειάζεται επειγόντως διαρθρωτικές αλλαγές στον τομέα της εργασίας», εννοώντας μειώσεις μισθών και συντάξεων, αυξημένα ωράρια, παράταση του χρόνου συνταξιοδότησης κλπ.


Ανεξάρτητα από τις παραπάνω, σκόπιμες ασφαλώς επιθετικές «αιχμές» της Γερμανίας, η κρίση φαίνεται να περνάει από την περιφέρεια στον πυρήνα της Ευρωζώνης – ο οποίος κινδυνεύει να «λιώσει».


Το Βέλγιο, η Φιλανδία και η Αυστρία ανακοινώνουν τη συρρίκνωση των οικονομιών τους – ενώ η Ολλανδία ευρίσκεται πλέον σε ύφεση, η οποία θα οδηγήσει πολύ σύντομα στο σπάσιμο της τεράστιας φούσκας ακινήτων (ιδιωτικό χρέος), με αποτέλεσμα να συμπαρασυρθεί το χρηματοπιστωτικό της σύστημα.


Παράλληλα, οι τελευταίες μεγάλες απεργιακές κινητοποιήσεις, υπό μορφή κοινωνικών εξεγέρσεων στην Ισπανία, στην Πορτογαλία, στο Βέλγιο και στην Ιταλία, έχουν τρομάξει την ελίτ – αφού η ΕΚΤ φαίνεται πια πρόθυμη για παροχή επί πλέον ρευστότητας, ενώ η λέσχη του διαβόλου (
Bilderberg) συγκαλεί έκτακτη γενική συνέλευση στη Ρώμη, με ενδεχόμενο στόχο την ενίσχυση του διορισμένου πρώην τραπεζίτη και πρωθυπουργού της Ιταλίας (ο οποίος δήλωσε πρόθυμος να συνεχίσει μετά τις εκλογές, εάν του ζητηθεί από τα κόμματα – αλλά δεν θέλει φυσικά να συμμετέχει στην εκλογική διαδικασία).


Όσον αφορά την Ελλάδα, τα πράγματα είναι δυστυχώς διαφορετικά – επειδή η ανυπαρξία διαμαρτυριών, η σιωπή των αμνών δηλαδή, έχει πείσει τη Γερμανία ότι, αφενός μεν υπάρχουν «περιθώρια» νέων μέτρων, αφετέρου πως οι «υποταγμένοι» Έλληνες μπορούν να πληρώσουν τις οφειλές τους, αλλά δεν θέλουν.


Παράλληλα η (βιομηχανική) ηγεσία της Γερμανίας φαίνεται να θεωρεί ότι, οι Έλληνες ενδιαφέρονται αποκλειστικά και μόνο για τον εαυτό τους – οπότε δεν θα έχουν καμία αντίρρηση στη λεηλασία της δημόσιας περιουσίας ή στην υποδούλωση της πατρίδας τους.


Ευτυχώς για τη χώρα μας, η Γαλλία ευρίσκεται στο πλευρό της – αφού αποφάσισε να παρέχει κρατικές εγγυήσεις σε εκείνες τις επιχειρήσεις της, οι οποίες εξάγουν στην Ελλάδα.


Ο μεγάλος κερδισμένος βέβαια, η χώρα δηλαδή που στην κυριολεξία τρέφεται από την κρίση χρέους της Ευρωζώνης, παρά τις αντίθετες ανακοινώσεις της, είναι η Γερμανία: στην οποία εισρέουν με συνεχώς αυξανόμενο ρυθμό μεγάλες ποσότητες φθηνών χρημάτων (χαμηλότοκες καταθέσεις από τις χώρες του νότου), καθώς επίσης χαμηλόμισθο αλλά άριστα εκπαιδευμένο (με ξένο κόστος) εργατικό δυναμικό.


Σαν αποτέλεσμα αυτής της «διεργασίας», η οικονομική ισχύς της Γερμανίας θα συνεχίσει να αυξάνεται – γεγονός που παρατηρείται ήδη στον απίστευτα αλαζονικό τρόπο, με τον οποίο αντιμετωπίζει το ΔΝΤ και τις Η.Π.Α., καθώς επίσης τη Γαλλία και τη Μ. Βρετανία.

 

Φόβοι κατάρρευσης


Την προηγούμενη εβδομάδα η Βουλή ψήφισε ένα πακέτο μέτρων, το οποίο θα αφαιρέσει από το κυκλοφοριακό σύστημα της Ελληνικής οικονομίας περί τα 17 δις €, εντός των επομένων δύο ετών. Το γεγονός αυτό θα μπορούσε να περιορίσει το ΑΕΠ μας κατά περίπου 9% - με αποτέλεσμα να συρρικνωθεί κάτω από τα 180 δις €.


Εάν πράγματι συμβεί κάτι τέτοιο, τότε η ελληνική ύφεση θα ξεπεράσει τα μεγέθη της Μεγάλης Ύφεσης του 1929 - η οποία περιόρισε το ΑΕΠ των Η.Π.Α. μεταξύ των ετών 1929 και 1933, κατά 27%.


Απευχόμενοι αυτές τις οδυνηρές προβλέψεις, είναι ίσως σκόπιμο να τονίσουμε ακόμη μία φορά τις ομοιότητες με την κρίση της Αργεντινής - θεωρώντας ότι έχουν εξαντληθεί όλα τα αποθέματα της υπομονής των Ελλήνων, καθώς επίσης ένα μεγάλο μέρος των αποταμιεύσεων τους. Ειδικότερα τα εξής:

 

Τον Αύγουστο του 2001 η Αργεντινή απευθύνθηκε για μία ακόμη φορά στο ΔΝΤ, ζητώντας ένα καινούργιο δάνειο – με στόχο να αποφύγει τη χρεοκοπία. Η κυβέρνηση της ήταν πρόθυμη να αποδεχθεί ακόμη πιο πολλές παραχωρήσεις, αναλαμβάνοντας νέες υποχρεώσεις - παρά το ότι γνώριζε ότι, υποσχόταν συνεχώς πολύ περισσότερα, από όσα μπορούσε να επιτύχει. Η χώρα δεν είχε καταφέρει να ξεφύγει από την έντονη ύφεση, ούτε να ανακτήσει τη χαμένη ανταγωνιστικότητα της, με αποτέλεσμα να αυξάνεται διαρκώς η σχέση του δημοσίου χρέους προς το ΑΕΠ της.


Οι πιστωτές της Αργεντινής, υπό την «αιγίδα» του ΔΝΤ, κατηγορούσαν την κυβέρνηση της για επαναλαμβανόμενες πολιτικές καθυστερήσεις στην εφαρμογή των μέτρων που είχαν συμφωνηθεί. Αντίθετα, η πολιτική ηγεσία της χώρας ισχυριζόταν ότι η λιτότητα, την οποία είχαν επιβάλλει οι δανειστές, οδηγούσε στην καταστροφή - αντί να της εξασφαλίσει εκείνη τη χρηματοδότηση, η οποία θα ήταν απαραίτητη για την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης στην οικονομία της, έτσι ώστε να ενισχυθούν οι ιδιωτικές επενδύσεις και να επανέλθει η ανάπτυξη.


Δυστυχώς, κανένα από τα δύο μέτωπα δεν κατανοούσε το αυτονόητο: το ότι δηλαδή τα μέσα που είχε η χώρα στη διάθεση της ήταν ελάχιστα, για να μπορέσει να καταπολεμήσει με επιτυχία τη διπλή κρίση δημοσίου χρέους και ύφεσης της οικονομίας της.


Με την πάροδο του χρόνου και κάτω από το βάρος των συνεχών περικοπών στα εισοδήματα τους, οι Πολίτες της Αργεντινής αντιμετώπιζαν πλέον τόσο την κυβέρνηση τους, όσο και τους δανειστές, με τον ίδιο τρόπο. Έχασαν πλέον την εμπιστοσύνη τους και στους δύο αφού έβλεπαν ότι, παρά τις συνεχείς παραχωρήσεις εκ μέρους τους, οι οποίες είχαν οδηγήσει σε ραγδαία πτώση τα εισοδήματα τους, τόσο οι οικονομικοί δείκτες, όσο και οι μελλοντικές προοπτικές συνέχιζαν να επιδεινώνονται.


Παράλληλα οι γειτονικές χώρες, ιδίως αυτές που συμμετείχαν στην οικονομική και πολιτική ζώνη
Mercosur μαζί με την Αργεντινή, άρχισαν να φοβούνται τη «μετάσταση» της κρίσης στα δικά τους κράτη. Με στόχο λοιπόν να αποφύγουν τη δική τους στοχοποίηση εκ μέρους των αγορών, πίεζαν την Αργεντινή να τα καταφέρει – λαμβάνοντας ταυτόχρονα τα μέτρα τους και απομονώνοντας την, για την περίπτωση που θα αποτύγχανε. Φυσικά η στάση τους αυτή επιδείνωνε ακόμη περισσότερο τα προβλήματα της Αργεντινής.


Αφού λοιπόν το Κοινοβούλιο της χώρας είχε ψηφίσει ένα νέο πακέτο μέτρων λιτότητας, το ΔΝΤ ενέκρινε μία ακόμη δόση. Ήταν όμως πολύ αργά πια για να ανακτηθεί η χαμένη εμπιστοσύνη – με αποτέλεσμα να μειώνονται συνεχώς οι καταθέσεις στις τράπεζες, καθώς επίσης να εντείνεται η φυγή κεφαλαίων προς το εξωτερικό. Φυσικά η κυβέρνηση δεν κατάφερε ούτε αυτή τη φορά να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις που είχε αναλάβει - ενώ οι πολιτικές (λαϊκές) πιέσεις αυξάνονταν, έως το σημείο χωρίς επιστροφή.


Το Δεκέμβριο του 2001 η Αργεντινή ανακοίνωσε ότι αδυνατούσε να εξοφλήσει τις υποχρεώσεις της, έκλεισε για κάποιο διάστημα τις τράπεζες της και βίωσε την μητέρα όλων των κρίσεων – την ολοκληρωτική κατάρρευση του οικονομικού της συστήματος. Η χώρα υποχρεώθηκε σε μία άτακτη χρεοκοπία, καθώς επίσης σε μία χαοτική, απρογραμμάτιστη μετάβαση σε ένα νέο νόμισμα – με διασυνοριακούς ελέγχους κεφαλαίων, με χρεοκοπίες τραπεζών, με απώλειες καταθέσεων, με καταστροφικές υποτιμήσεις κλπ.

 

Δευτέρα, 19 Νοεμβρίου 2012



Βρήκατε το άρθρο ενδιαφέρον;

 Επιστροφή
 

 
© Copyright 2005-2012 K&B Analysis ΕΠΕ. Απαγορεύεται η μερική ή ολική αναδημοσίευση / αναπαραγωγή περιεχομένων του παρόντος website με οποιοδήποτε τρόπο χωρίς προηγούμενη έγγραφη άδεια των εκδοτών.