ECONOMICS - INDUSTRY & TRADE - EXPORT MARKETS   [Αρχική Σελίδα]










ΣΤΡΕΒΛΕΣ ΕΙΚΟΝΕΣ: Ορισμένα γεγονότα, τα οποία παρουσιάζονται ως μεγάλες επιτυχίες, αποτελούν ουσιαστικά παταγώδεις αποτυχίες - ενώ ο μοναδικός δρόμος εξόδου από την κρίση είναι η ανάπτυξη, μεταξύ άλλων με τη βοήθεια της ίδρυσης μίας κρατικής επενδυτικής τράπεζας

Όλοι εμείς οι πολιτικοί γνωρίζουμε τι ακριβώς πρέπει να κάνουμε – αυτό που δεν γνωρίζουμε είναι το εάν θα εκλεγούμε ξανά, εάν κάνουμε αυτό που γνωρίζουμε” αναφέρει χαρακτηριστικά ο πρώην πρόεδρος της Κομισιόν κ. J.C. Juncker, τεκμηριώνοντας ουσιαστικά το ότι, αυτό που ενδιαφέρει τους πολιτικούς είναι πρωτίστως η επανεκλογή τους.      

 

Ανάλυση

 

Πολλοί άνθρωποι, ειδικά αυτοί που διαθέτουν τις απαιτούμενες σπουδές και γνώσεις έχουν την άποψη ότι, γνωρίζουν πολύ περισσότερα από την εκάστοτε κυβέρνηση. Θεωρούν επομένως πως μπορούν να την «συμβουλεύσουν», προτείνοντας τις κατάλληλες λύσεις για τη χώρα τους.

 

Εν τούτοις, πρόκειται για μία από τις πολλές «ουτοπίες» που χαρακτηρίζουν τον άνθρωπο. Τόσο οι υπουργοί, όσο και ο πρωθυπουργός μίας χώρας, έχουν αφενός μεν πολύ μεγαλύτερη πληροφόρηση, σε σχέση με το τι συμβαίνει στη χώρα τους, αφετέρου μία σειρά από έμπειρους συμβούλους - οι οποίοι τους προτείνουν, μετά από επισταμένη μελέτη, πολλές εναλλακτικές λύσεις, για κάθε πρόβλημα που αντιμετωπίζουν, 

 

Η αιτία επομένως, λόγω της οποίας οι κυβερνήσεις δεν παίρνουν τις σωστές αποφάσεις, που καθυστερούν ή που αναβάλλουν αυτά που πρέπει να κάνουν, δεν είναι σε καμία περίπτωση η άγνοια – όπως δεν οφείλονται σε έλλειψη γνώσης οι προεκλογικές δεσμεύσεις, οι οποίες σπάνια τηρούνται, παρά το ότι με βάση αυτές εκλέχθηκαν από τους Πολίτες της χώρας τους (γεγονός που αιτιολογεί πλήρως την άποψη περί υπεξαίρεσης ψήφων). 

 

Για παράδειγμα, ο «Εφιάλτης του Καστελόριζου» γνώριζε καλύτερα από όλους μας την οικονομική κατάσταση της Ελλάδας, όταν υποσχόταν αυξήσεις - παρά το ότι ο προκάτοχος του επέμενε στο πάγωμα των αμοιβών, γνωρίζοντας το τίμημα (μη επανεκλογή) των λόγων του. Γνώριζε επίσης πολύ καλά τα αποτελέσματα των ενεργειών του, μετά την εκλογική του νίκη – πόσο μάλλον αφού χαρακτηρίσθηκαν από έναν σχεδόν τέλειο συγχρονισμό (δήλωση υψηλότερων ελλειμμάτων, μεταφορά δαπανών στο προηγούμενο έτος, εσόδων στο επόμενο, άρνηση δανεισμού, πρόσκληση στο ΔΝΤ κλπ.).

 

Επομένως, προέβη σε ένα βαρύτατο «ποινικό αδίκημα», όπως και όλοι όσοι έχουν έκτοτε υπογράψει τις «αποικιοκρατικές» δανειακές συμβάσεις, καθώς επίσης τα εγκληματικά μνημόνια - αποδεχόμενοι την εκχώρηση της εθνικής μας κυριαρχίας σε ξένες δυνάμεις, χωρίς την έγκριση των Πολιτών και παρά τη ρητή απαγόρευση του συντάγματος της χώρας.    

 

Με κριτήριο τα παραπάνω, όταν διαπιστώνουμε κυβερνητικά λάθη ή παραλείψεις, δεν δεχόμαστε ότι οφείλονται σε άγνοια. Στην καλύτερη περίπτωση θεωρούμε ότι, πρόκειται για «επιτυχίες» που κοστίζουν πολύ περισσότερο από όσο ωφελούν, για ενέργειες που καθυστερούν τόσο πολύ, ώστε τα αποτελέσματα τους να μην είναι πλέον τα αναμενόμενα ή απλά για «καταναγκαστικές» αποφάσεις - με τις οποίες επιδιώκεται ανεπιτυχώς η διόρθωση προηγουμένων, μεγάλων σφαλμάτων.

 

Στα πλαίσια αυτά, θα αναφερθούμε σε τρία διαφορετικά γεγονότα, τα οποία θα μπορούσαν να θεωρηθούν ή να προβληθούν ως επιτυχίες της εκάστοτε πολιτικής ηγεσίας, ενώ στην πραγματικότητα πρόκειται για παταγώδεις αποτυχίες. Επίσης σε ένα τέταρτο, το οποίο θα ήταν δυνατόν να χαρακτηρισθεί ως χειραγώγηση της κοινής γνώμης, ως μία αγωνιώδης προσπάθεια «μετακύλισης» ευθυνών, ως «προπέτασμα καπνού» ή ως κάτι άλλο - το οποίο δεν μπορούμε να υποθέσουμε.    

 

ΤΟ ΠΡΩΤΟΓΕΝΕΣ ΠΛΕΟΝΑΣΜΑ

 

Η επίτευξη πρωτογενούς πλεονάσματος είναι αναμφίβολα μία πολύ καλή είδηση, μία μεγάλη επιτυχία – αποδεχόμενοι βέβαια πως το πλεόνασμα δεν είναι «πλασματικό», παρά το ότι είμαστε απολύτως σίγουροι για το ακριβώς αντίθετο (άρθρο).

 

Εν τούτοις, πρόκειται για μία ολοκάθαρη αποτυχία επειδή, αφενός μεν το (δήθεν) πλεόνασμα δεν είναι διατηρήσιμο, αφετέρου μας έχει κοστίσει πανάκριβα - πολύ περισσότερο δηλαδή, από όσο θα έπρεπε, εκμηδενίζοντας ουσιαστικά τις προοπτικές της οικονομίας μας και καταδικάζοντας την κυριολεκτικά στη θανατική ποινή. Αναλυτικότερα τα εξής:

 

(α) Διατηρησιμότητα του πλεονάσματος

 

Το όποιο πρωτογενές πλεόνασμα επιτύχουμε στο τέλος του έτους, με ή χωρίς τις πρόσφατες ή μελλοντικές λογιστικές αλχημείες, δεν θα μπορεί να διατηρηθεί - αφού τα έσοδα του δημοσίου στηρίζονται σε υπερβολικά υψηλούς έμμεσους και άμεσους «κεφαλικούς» φόρους, καθώς επίσης σε χαράτσια, τα οποία δεν είναι δυνατόν να παραμείνουν ως έχουν τα επόμενα χρόνια (εάν φυσικά δεν θέλουμε να καταστραφεί εντελώς τόσο η ελληνική οικονομία, όσο και η ίδια η κοινωνία).

 

Όπως φαίνεται δε από τον πίνακα που ακολουθεί, τα έσοδα μειώθηκαν (από 30,5 δις € στα 28,7 δις €), παρά τους υψηλότατους φόρους, ενώ οι δαπάνες του δημοσίου, οι οποίες θα έπρεπε να περιορισθούν, αυξήθηκαν για μία ακόμη φορά – στα 38,8 δις € από 36,8  δις €. 

 

ΕΚΘΕΣΗ ΤΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ

 

 

 

Ο περιορισμός των φορολογικών εσόδων, παράλληλα με την αύξηση των δαπανών του δημοσίου, με βάση την παραπάνω έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδας, συνηγορεί υπέρ της συγκεκριμένης θέσης μας - αν και φυσικά θα επιθυμούσαμε να είχαμε κάνει λάθος.

 

(β)  Το τεράστιο κόστος του πλεονάσματος

 

Εάν κατανοήσουμε ότι, για να φτάσουμε στο συγκεκριμένο αποτέλεσμα, «εκτινάξαμε» στα ύψη την ανεργία (πολλαπλασιάζοντας τις δαπάνες από τα επιδόματα κλπ.), «θυσιάσαμε» περί τα 50 δις € ΑΕΠ (οπότε ανάλογα έσοδα), οδηγήσαμε στη χρεοκοπία εκατοντάδες χιλιάδες μικρομεσαίες επιχειρήσεις, εξαθλιώσαμε το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού, επιβαρυνθήκαμε με πολλές εκατοντάδες αυτοκτονίες, χάσαμε εντελώς την αισιοδοξία μας για το μέλλον και τόσα πολλά άλλα,

 

δεν μπορούμε να είμαστε καθόλου ευχαριστημένοι - ακόμη και αν πετυχαίναμε πραγματικό πλεόνασμα στον κρατικό προϋπολογισμό (συμπεριλαμβανομένων δηλαδή των τόκων).

 

(γ)  Συμπέρασμα

 

Έχοντας τεκμηριώσει ότι, το (δήθεν) πλεόνασμα είναι πολύ δύσκολο να διατηρηθεί, λόγω του τρόπου που αποκτήθηκε, καθώς επίσης πόσο ακριβά μας κόστισε, είναι εύλογο πως πρόκειται για μία στρεβλή εικόνα – για μία «επιτυχία» δηλαδή, η οποία είναι στην πραγματικότητα μία παταγώδης αποτυχία.  

 

Αυτό δεν σημαίνει φυσικά πως πιστεύουμε ότι, η αξιωματική αντιπολίτευση θα έκανε κάτι καλύτερο για την Ελλάδα – πόσο μάλλον όταν «παρακαλεί γονατιστή» για συνεργασία το κομμουνιστικό κόμμα, κατά παράδοξο τρόπο παρά το ότι δεν αποδέχεται τις βασικές θέσεις του (κείμενο).   

 

Ο ΔΑΝΕΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ

 

Αντίθετα με τα παραπάνω, καθώς επίσης σε αντίθεση με την καταστροφική για την Ελλάδα πρώτη διαγραφή χρέους (PSI), η δεύτερη διαγραφή (η απόκτηση ομολόγων από τη δευτερογενή αγορά, σε χαμηλές τιμές), ήταν σίγουρα μία επιτυχία.

 

Επίσης ως επιτυχία θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί η αναδιάρθρωση του δανεισμού μας - τα πακέτα στήριξης δηλαδή. Εν τούτοις, «τα φαινόμενα είναι ξανά απατηλά», όπως θα τεκμηριώσουμε στη συνέχεια - αφού προηγουμένως παραθέσουμε τα διάφορα στοιχεία του δανεισμού μας.    

 

(α)  Οι πηγές του δανεισμού της Ελλάδας

 

Στον Πίνακα Ι που ακολουθεί, αναφέρονται τα δύο πακέτα στήριξης, τα οποία λάβαμε από το ΔΝΤ και την Ευρωζώνη:

 

ΠΙΝΑΚΑΣ Ι: Συνολικός δανεισμός της Ελλάδας από τα κράτη της Ευρωζώνης και το ΔΝΤ

 

Κράτη Ευρωζώνης

ΔΝΤ

Σύνολα

 

 

 

Πρώτο πακέτο (2010)

 

 

 

 

 

Συμφωνία:  80 δις €

30 δις €

*110 δις €

Πληρωμή:   53 δις €

20 δις €

73 δις €

Υπόλοιπο:   27 δις €  

10 δις €

37 δις €

 

 

 

Δεύτερο πακέτο (2012)

 

 

 

 

 

Συμφωνία:  145 δις €

19 δις €

**164 δις €

Πληρωμή:   133 δις €

  8 δις €

141 δις €

Υπόλοιπο:     12 δις €  

 11 δις €

  23 δις €

* Το δάνειο των χωρών της Ευρωζώνης μειώθηκε στα 77 δις €, επειδή δεν συμμετείχαν όλες οι χώρες - οπότε στα 107 δις € το σύνολο.

** Συμπεριλαμβάνεται η ενίσχυση των τραπεζών

Πηγή: BMF, Spiegel

 

Με κριτήριο τα παραπάνω, η Ελλάδα εξασφάλισε συνολικά δάνεια ύψους 274 δις € (271 δις € τελικά), εκ των οποίων έχει λάβει ήδη τα 211 δις € - υπολείπονται λοιπόν ακόμη 60 δις €, εκ των οποίων τα 21 δις € από το ΔΝΤ και τα υπόλοιπα από την Ευρωζώνη.

 

(β) Τα επιτόκια δανεισμού

 

Για τον υπολογισμό των επιτοκίων θα πρέπει να διαχωρίσουμε το πρώτο από το δεύτερο πακέτο - επειδή είναι διαφορετικά μεταξύ τους.

 

Πρώτο πακέτο:  Όσον αφορά τα κράτη της Ευρωζώνης, συμφωνήθηκε το τρίμηνο Euribor (σήμερα 0,2%), συν μία επιβάρυνση 3%, η οποία αργότερα μειώθηκε στο 0,5%. Συνολικά λοιπόν, το επιτόκιο διαμορφώθηκε με σημερινές τιμές στο 0,7% - ενώ το επιτόκιο του ΔΝΤ είναι ελαφρά υψηλότερο του 2%.

 

Δεύτερο πακέτο: Εδώ ισχύουν οι προϋποθέσεις του EFSF, του ευρωπαϊκού ταμείου χρηματοπιστωτικής σταθερότητας δηλαδή - το οποίο όμως, όπως και ο αντικαταστάτης του (ESM), δεν παρέχει ακριβή στοιχεία, αναφορικά με τα επιτόκια των δανείων που εγκρίνει.

 

Σύμφωνα τώρα με πληροφορίες, το επιτόκιο για την Ελλάδα, για την Ιρλανδία και για την Πορτογαλία είναι της τάξης του 2%. Υπολογίζεται από τον ημερήσιο μέσον όρο των ομολόγων, με τα οποία αναχρηματοδοτείται το συγκεκριμένο ταμείο, συν ορισμένες άλλες επιβαρύνσεις - οι οποίες καλύπτουν το κόστος λειτουργίας του, καθώς επίσης τις πιθανές του ζημίες.

 

Η πληρωμή των τόκων από τα δάνεια του EFSF έχει συμφωνηθεί να ακολουθήσει μετά από δέκα χρόνια - έχουν δηλαδή παγώσει. Παράλληλα, η ονομαζόμενη «εγγυητική αμοιβή» του ταμείου, ύψους 0,1%, έχει μηδενισθεί, όσον αφορά την Ελλάδα. 

 

Στον προϋπολογισμό του 2013 οι τόκοι υπολογίζονται στα 5,49 δις € - έναντι 7,2 δις € το 2012 και 16,2 δις € το 2011. Επομένως, έχουν μειωθεί σημαντικά, ενώ ο μέσος όρος του επιτοκίου όλων των δανείων μαζί (ΔΝΤ, Ευρωζώνη και ιδιώτες επενδυτές), υπολογίζεται από την Τρόικα στο 2,3% (αν και στην έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδας για το οκτάμηνο βλέπουμε πως έχουν πληρωθεί ήδη τόκοι 5,48 δις €).   

 

(γ)  Ο χρόνος αποπληρωμής των δανείων

 

Τα δάνεια από το πρώτο πακέτο έχουν διάρκεια τριάντα ετών - ενώ  η διάρκεια του δευτέρου (δάνεια EFSF) τοποθετήθηκε αρχικά στα δεκαπέντε έτη. Πρόσφατα όμως (στα τέλη του 2012) διπλασιάσθηκε ο χρόνος αποπληρωμής του ενώ, σύμφωνα με το υπουργείο οικονομικών της Γερμανίας, ο μέσος χρόνος αποπληρωμής των δανείων ευρίσκεται πλέον στα 32,5 χρόνια.      

 

(δ)  Το χρηματοδοτικό κενό

 

Με βάση την έκθεση του ΔΝΤ, η Ελλάδα θα χρειασθεί επί πλέον 11 δις €, για τα επόμενα δύο χρόνια - γεγονός που σημαίνει ότι, θα πρέπει να της εγκριθεί ένα αντίστοιχο δάνειο από την Ευρωζώνη, έτσι ώστε να μην υπάρξουν προβλήματα.

 

Φυσικά η διαπίστωση αυτή στηρίζεται στην πρόβλεψη εξόδου της Ελλάδας από την ύφεση το 2014, καθώς επίσης στη δυνατότητα προσφυγής της στις αγορές - τουλάχιστον από το 2015 και μετά. Κάτι τέτοιο φαίνεται όμως πολύ δύσκολο, λόγω της τεράστιας καταστροφής που προκάλεσαν τα μέτρα του ΔΝΤ στον παραγωγικό ιστό της - επίσης στον κοινωνικό της ιστό, ο οποίος είναι σε πορεία ολοκληρωτικής κατάρρευσης.

 

(ε)  Συμπέρασμα

 

Και από εδώ λοιπόν θα μπορούσε να καταλήξει κανείς στο ίδιο συμπέρασμα, όπως και στην περίπτωση του πρωτογενούς πλεονάσματος: στο ότι δηλαδή τόσο τα δάνεια, όσο και οι προϋποθέσεις, κάτω από τις οποίες λήφθηκαν (επιτόκιο, χρόνος αποπληρωμής κλπ.), αποτελούν επιτυχίες των ελληνικών κυβερνήσεων μετά το 2009.

 

Εν τούτοις, ο πλήρης αποκλεισμός της Ελλάδας από τις αγορές χρηματοδότησης (με αποτέλεσμα να είναι απολύτως εξαρτημένη, στον ορό καλύτερα του ΔΝΤ και της Γερμανίας), οι τεράστιες καθυστερήσεις που προηγήθηκαν (οι οποίες καταδίκασαν την Ελλάδα σε μία χρόνια ανασφάλεια, με καταστροφικά επακόλουθα για τις τραπεζικές καταθέσεις, για τις επιχειρήσεις της κοκ,), τα τεράστια ανταλλάγματα που απαιτήθηκαν και δόθηκαν (ξένη διακυβέρνηση, πλήρης  απώλεια της εθνικής μας κυριαρχίας κλπ.), καθώς επίσης πολλά άλλα επακόλουθα, τεκμηριώνουν αναμφίβολα ότι πρόκειται για μία τεράστια αποτυχία – την οποία θα πληρώσουμε πάρα πολύ ακριβά, ακόμη και αν αποφύγουμε τη λεηλασία της ιδιωτικής και δημόσιας περιουσίας ή την ανεξέλεγκτη χρεοκοπία.  

 

Ουσιαστικά δε, ο λόγος που είμαστε ανέκαθεν εναντίον της διαγραφής χρεών είναι τα δυσανάλογα ανταλλάγματα που απαιτούνται – ενώ η αιτία που δεν θεωρούμε σωστό το νέο δανεισμό είναι το ότι, γνωρίζουμε πως δεν εξοφλούνται ποτέ παλαιά χρέη, με τη λήψη νέων. 

 

Η ΑΝΑΚΕΦΑΛΑΙΟΠΟΙΗΣΗ ΤΩΝ ΤΡΑΠΕΖΩΝ  

 

Πρόκειται προφανώς για μία θετική εξέλιξη, οπότε θα μπορούσε να θεωρηθεί ως μία επιτυχία – του ιδιωτικού τομέα βέβαια, όπως έχουμε ήδη αναφέρει (ανάλυση μας), αφού το δημόσιο υποχρέωσε τις τράπεζες να χρεοκοπήσουν, υπογράφοντας το εγκληματικό PSI και αναγκάζοντας τες να διαγράψουν μεγάλο μέρος των απαιτήσεων τους.

 

Εκτός αυτού οι ελληνικές τράπεζες, διαθέτοντας συνολικές καταθέσεις ύψους 163 δις € (παρά το ότι διέφυγαν στο εξωτερικό περίπου 100 δις €, λόγω του φόβου επιστροφής στη δραχμή), έναντι δανείων 220 δις €, ευρίσκονται σε πολύ καλύτερη κατάσταση, συγκριτικά με αυτές άλλων χωρών της Ευρωζώνης - πόσο μάλλον εάν υπολογίσουμε στις αποταμιεύσεις των Ελλήνων ένα μέρος της ακίνητης περιουσίας τους, επειδή οι περισσότεροι επέλεγαν αυτόν τον τρόπο αποταμίευσης, αντί των καταθέσεων.

 

Όμως, από την πλευρά του δημοσίου, πρόκειται ξανά για μία στρεβλή εικόνα – αφού τα αποτελέσματα των μεθόδων και των αποφάσεων του ίσως αποδειχθούν ξανά μοιραία για τις ελληνικές τράπεζες. Το μεγαλύτερο πρόβλημα θα προκύψει πιθανότατα από τις επισφάλειες – οι οποίες οφείλονται αφενός μεν στην κατακόρυφη πτώση των μισθών και των εισοδημάτων, αφετέρου στην ύφεση.

 

Εν τούτοις, το θέμα για την Ελλάδα δεν είναι τόσο η κατάσταση των τραπεζών ή τα προβλήματα που θα αντιμετωπίσουν - αλλά, κυρίως, η δυνατότητα τους να παρέχουν πιστώσεις στην πραγματική οικονομία, έτσι ώστε να διενεργηθούν επενδύσεις, να δημιουργηθούν νέες θέσεις εργασίας και να ξεφύγουμε από την ύφεση.

 

Στα πλαίσια αυτά, επειδή είναι πολλοί αυτοί που ισχυρίζονται εσφαλμένα ότι, οι ελληνικές τράπεζες έχουν μεγάλα προβλήματα ρευστότητας, οπότε αυτός είναι ο λόγος που δεν δανείζουν την πραγματική οικονομία, θεωρούμε σκόπιμο να αναφέρουμε  επιγραμματικά τον τρόπο λειτουργίας των τραπεζών, όσον αφορά την παροχή δανείων. 

 

(α)  Η λειτουργία των τραπεζών

 

Οι τράπεζες δεν χρειάζονται καταθέσεις ή δικά τους κεφάλαια, στο ύψος των δανείων που μπορούν να προσφέρουν - επειδή έχουν τη δυνατότητα να δημιουργούν χρήματα από το πουθενά, μέχρι ενός ορισμένου ορίου. Το όριο αυτό έχει σχέση με το ελάχιστο εγγυητικό κεφάλαιο που απαιτούν οι κεντρικές τράπεζες - το οποίο είναι σήμερα 1% στην Ευρωζώνη. Αυτό σημαίνει ότι, για κάθε 100 € δάνειο που παρέχουν, υποχρεούνται να διατηρούν μόλις 1 € στην ΕΚΤ. Στο παράδειγμα που ακολουθεί φαίνεται ο τρόπος, με τον οποίο λειτουργούν οι τράπεζες.

 

Παράδειγμα: Όταν μία τράπεζα προσφέρει ένα δάνειο 100 € σε έναν πελάτη της, τότε έχει μία αντίστοιχη απαίτηση 100 € απέναντι του. Το δάνειο αυτό φαίνεται στο ενεργητικό του Ισολογισμού της τράπεζας - στα περιουσιακά της στοιχεία δηλαδή.

 

Εάν υποθέσουμε τώρα ότι, ο δανειολήπτης παίρνει τα 100 € μετρητά, για να αγοράσει κάποια προϊόντα, δεν σημαίνει ότι η τράπεζα «έχασε» τα 100 € - αφού απλά άλλαξαν οι εγγραφές στο ενεργητικό του Ισολογισμού της. Απλούστατα, μειώθηκαν τα μετρητά από το ταμείο της και αυξήθηκαν οι απαιτήσεις της - με αποτέλεσμα ο Ισολογισμός της να παραμένει ουσιαστικά αμετάβλητος.

 

Πηγή των μετρητών μπορεί να είναι οι καταθέσεις κάποιων αποταμιευτών που δανείζουν ουσιαστικά τα χρήματα τους στην τράπεζα - η οποία τους τα χρωστάει. Τα χρέη και οι αποταμιεύσεις παραμένουν στην πραγματικότητα αμετάβλητα - με μοναδική διαφορά το ότι, το χρέος της τράπεζας απέναντι στον αποταμιευτή, μεταβιβάζεται στο δανειολήπτη.     

 

Εάν τώρα η τράπεζα παρέχει κάποιο δάνειο, χωρίς να υπάρχει αντίστοιχη αποταμίευση, τότε χρεώνεται απέναντι στην κεντρική τράπεζα (οι ελληνικές τράπεζες, μετά την διαφυγή καταθέσεων ύψους περί τα 100 δις € στο εξωτερικό, δανείσθηκαν από την ΕΚΤ ένα σχεδόν αντίστοιχο ποσόν). Το ύψος των διαθεσίμων χρημάτων της λοιπόν αυξάνεται, ανάλογα με τις πιστώσεις που δίνει - δημιουργείται δηλαδή από το πουθενά.

 

Το πόσες καταθέσεις εγγράφει λοιπόν στα βιβλία της, το πόσα μετρητά χρήματα ή απαιτήσεις δηλαδή διατηρεί στο ενεργητικό του Ισολογισμού της, καθώς επίσης το πόσες υποχρεώσεις έχει απέναντι στους καταθέτες της, στο παθητικό του ισολογισμού της, δεν έχει τεχνικά καμία σχέση με το θέμα της παροχής δανείων.

 

Το ύψος των δανείων τώρα που μπορεί και επιτρέπεται να δώσει μία τράπεζα, σε σχέση με τις καταθέσεις της, καθορίζεται από την πολιτική επιτοκίων της κεντρικής τράπεζας, καθώς επίσης από διάφορες άλλους κανόνες - όπως, για παράδειγμα, από το ύψος των ιδίων κεφαλαίων που υποχρεούται να διατηρεί.

 

(β)  Συμπέρασμα

 

Με κριτήριο την παραπάνω υπεραπλουστευμένη ανάλυση της λειτουργίας των τραπεζών κατανοούμε ότι, το πρόβλημα των ελληνικών τραπεζών, όσον αφορά το δανεισμό της πραγματικής οικονομίας, δεν είναι η ρευστότητα τους - αλλά η γενικότερη κατάσταση της πατρίδας μας η οποία, μεταξύ άλλων, τις αναγκάζει να χρεώνουν υψηλότερα επιτόκια, λόγω του πολύ μεγαλύτερου ρίσκου των ελληνικών επιχειρήσεων και νοικοκυριών.

 

Με απλά λόγια η αιτία είναι το ότι οι τράπεζες, για να δανείσουν τα χρήματα τους, οφείλουν να είναι σε κάποιο βαθμό σίγουρες για την επιστροφή τους – να αναλαμβάνουν δηλαδή ρίσκα, τα οποία μπορούν να θεωρηθούν ως φυσιολογικά, ως «διαχειρίσημα». Άλλωστε δεν είναι μόνο υπεύθυνες απέναντι στους μετόχους, αλλά και στους καταθέτες τους – από κάθε πλευρά (τα περί εγγυητικών κεφαλαίων για τις καταθέσεις, είναι εκτός πραγματικότητας).

 

Στα πλαίσια αυτά, καμία τράπεζα δεν δανείζει χρήματα σε υφιστάμενους ή μελλοντικούς ανέργους – σε πολίτες που υπερφορολογούνται, οπότε μειώνονται δραματικά τα εισοδήματα τους, σε επιχειρήσεις που πουλούν όλο και λιγότερα προϊόντα, λόγω μειωμένης κατανάλωσης, σε εταιρείες, οι πελάτες των οποίων αντιμετωπίζουν δυσκολίες πληρωμής των λογαριασμών τους, σε κράτη στα πρόθυρα της χρεοκοπίας κοκ.

 

Εκτός αυτού, όταν οι ενυπόθηκες εγγυήσεις των τραπεζών χάνουν συνεχώς σε αξία αφού, για παράδειγμα, οι τιμές των ακινήτων στην Ελλάδα καταρρέουν, αφενός μεν αναγκάζονται να περιορίσουν τα υφιστάμενα δάνεια τους, λόγω μειωμένων εγγυήσεων, αφετέρου τα καινούργια που τυχόν δίνουν είναι πολύ χαμηλότερα – προσαρμοσμένα στις νέες αξίες των εγγυήσεων τους.

 

Επομένως, πρόκειται και εδώ για μία παταγώδη αποτυχία της πολιτικής αφού, καταδικάζοντας την οικονομία στην ύφεση και στην ανεργία, προκαλεί μία πιστωτική ασφυξία, η οποία θα δημιουργήσει ξανά προβλήματα στις τράπεζες – επειδή τόσο η κερδοφορία, όσο και η επιβίωση τους, είναι συνάρτηση των δανείων που παρέχουν.

 

Τα προβλήματα δε αυτά θα συνεχίσουν να διαχέονται στην πραγματική οικονομία, με αποτέλεσμα να επιταχυνθεί ο καθοδικός σπειροειδής κύκλος - ο οποίος καταλήγει συνήθως στη χρεοκοπία μίας χώρας, συμπεριλαμβανομένων των νοικοκυριών, των επιχειρήσεων και των τραπεζών της (δεν χρεοκοπούν ποτέ τα κράτη, αλλά οι πολίτες τους). 

 

Ολοκληρώνοντας, ο πρόσφατες απαιτήσεις της Τρόικας να πουλήσουν οι ελληνικές τράπεζες τις θυγατρικές τους στο εξωτερικό (Βαλκάνια κλπ.), έτσι ώστε να ενισχύσουν τα ίδια κεφάλαια τους, αποτελούν μία ακόμη απόδειξη της πλήρους εξάρτησης της χώρας μας – ενώ οφείλει να μας προβληματίσει σοβαρά, σε σχέση με το τι ακριβώς σχεδιάζουν για την Ελλάδα (εξουδετέρωση των παρενεργειών τυχόν χρεοκοπίας της στην Α. Ευρώπη κλπ.).

 

Η ΑΚΡΑ ΔΕΞΙΑ

 

Η πρόσφατη δολοφονία χαρακτηρίζεται αναμφίβολα ως ένα αποτρόπαιο έγκλημα ενός μέλους μίας εγκληματικής οργάνωσης, η οποία θα προκαλέσει πολλά δεινά ακόμη στην πατρίδα μας. Επομένως, η αντίδραση εκ μέρους όλων των ΜΜΕ της χώρας οφείλει να θεωρηθεί ως σωστή και επιτυχημένη - αφού δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να συμβαίνουν τέτοια πράγματα, σε μία ευνομούμενη, πολιτισμένη κοινωνία.

 

Εν τούτοις, με κίνδυνο «να πνιγούμε κολυμπώντας αντίθετα στο ρεύμα» έχουμε την άποψη ότι, πρόκειται για μία ακόμη στρεβλή εικόνα - ενώ πρέπει να τοποθετούνται όρια τόσο στην υποκρισία, όσο και στη χειραγώγηση των Πολιτών, από τις εκάστοτε ιδιοτελείς ομάδες συμφερόντων.

 

Όσον αφορά την υποκρισία, το πρόσφατο παράδειγμα του προέδρου των Η.Π.Α., ο οποίος προσπάθησε να αιτιολογήσει την πολεμική εισβολή που σχεδίαζε, επικαλούμενος το θάνατο 1.492 ανθρώπων από χημικά όπλα, ενώ μέχρι τότε αδιαφορούσε εντελώς για το θάνατο 110.000 στα πλαίσια του εμφυλίου πολέμου που διεξάγεται στη Συρία, είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα.

 

Ένα δεύτερο είναι η συνήθης ενοχοποίηση ενός ατόμου που συλλαμβάνεται για ληστεία, με όλες τις ανεξιχνίαστες ληστείες που έχουν γίνει στην πόλη που διαμένει - ενώ η συλλογική ευθύνη για ατομικά εγκλήματα, είναι ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά των απολυταρχικών πολιτευμάτων και όχι των δημοκρατικών. 

 

Όσον αφορά τώρα τη χειραγώγηση, η καθημερινή ενασχόληση όλων σχεδόν των ΜΜΕ μόνο με το συγκεκριμένο γεγονός, έθεσε αναμφίβολα όλα τα υπόλοιπα προβλήματα της χώρας στο περιθώριο - εξουδετερώνοντας πλήρως τις διαδηλώσεις και τις διαμαρτυρίες απέναντι στην πολιτική της σκιώδους εξουσίας (όπως κάποτε συνέβη με τα, ανεξιχνίαστα βέβαια, εγκλήματα στη Marfin, λόγω των οποίων σταμάτησαν όλες οι διαδηλώσεις - ενώ δεν είναι μυστικό το πόσο εύκολα διεισδύουν σε τέτοιες οργανώσεις οι μυστικές υπηρεσίες, ούτε το τι ακριβώς επιδιώκουν).

 

Περαιτέρω τα ΜΜΕ, στρέφοντας «ενορχηστρωμένα» τη συσσωρευμένη οργή της κοινωνίας από την οικονομική γενοκτονία που βιώνει, εναντίον της εν λόγω οργάνωσης, απάλλαξαν σε κάποιο βαθμό την πολιτική από τις τεράστιες ευθύνες της - από αυτές δηλαδή, οι οποίες εξέθρεψαν κυριολεκτικά την άκρα δεξιά, ενώ δεν είναι απλές πολιτικές ευθύνες, αλλά ποινικά κολάσιμες πράξεις. Πρόκειται λοιπόν και εδώ για μία παταγώδη αποτυχία της πολιτικής - η οποία είναι ίσως πολύ μεγαλύτερη, από όλες τις προηγούμενες.

 

Ολοκληρώνοντας, δεν είναι αρνητικό να εξετάζει κανείς τα πράγματα από μία άλλη οπτική γωνία: σκεπτόμενος δηλαδή ποιόν ωφελούν και ποιόν βλάπτουν. Ανεξάρτητα από αυτό, θεωρούμε σκόπιμο να αναφερθούμε στο παρακάτω κείμενο:

 

"Δεν είναι βία η διαπλοκή, η πολιτική διαφθορά, ο χρηματισμός και η υπεξαίρεση χρημάτων από τα δημόσια ταμεία, εκ μέρους της εκάστοτε εξουσίας; Δεν είναι βία η μη απονομή δικαιοσύνης, με συνθήκες ισότητας; Δεν είναι βία το ότι κάποιοι έχουν μόνο πολιτικές ευθύνες για τα τεράστια λάθη και τις παραλείψεις τους, ενώ όλοι οι υπόλοιποι, η συντριπτική πλειοψηφία δηλαδή, έχει είτε ποινικές, είτε αστικές ευθύνες;

 

Δεν θα ήταν λογικότερο και πιο συνετό να λειτουργήσουμε ανασταλτικά απέναντι στη βία, να καταπολεμήσουμε τις πραγματικές αιτίες της και να την προλάβουμε πριν ακόμη γιγαντωθεί, αντί απλά να την κατηγορούμε; Ποιός αλήθεια εξέθρεψε την άκρα δεξιά, εάν όχι η διαπλεγμένη με τα ΜΜΕ πολιτική των τελευταίων ετών;"

 

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

 

Η Ελλάδα πρέπει, όσο το δυνατόν γρηγορότερα, να ξεφύγει από την παγίδα του χρέους - από την ξένη κυριαρχία, από την εξάρτηση, από την ύφεση, από την ανεργία, από τις κοινωνικές αναταραχές, από τη βία, από τον εμφύλιο πόλεμο που προδιαγράφεται, από τη χρεοκοπία, καθώς επίσης από την προβλεπόμενη αναρχία και δικτατορία. Για να τα καταφέρει, οφείλει να επιλέξει τις σωστές λύσεις – οι οποίες δυστυχώς περιορίζονται, όσο περνάει ο χρόνος ανεκμετάλλευτος.

 

Οι λύσεις αυτές πρέπει να στηρίζονται στα πλεονεκτήματα της πατρίδας μας – μεταξύ άλλων, στο σχετικά χαμηλό συνολικό χρέος της, στη μεγάλη δημόσια περιουσία της, στην άριστη γεωπολιτική της θέση, καθώς επίσης στον τεράστιο υπόγειο πλούτο της.

 

Αυτό βέβαια που προέχει σήμερα είναι η εξασφάλιση του δανεισμού του ιδιωτικού της τομέα, ο οποίος έχει τη δυνατότητα να οδηγήσει την Ελλάδα στην έξοδο από την κρίση. Για να γίνει κάτι τέτοιο εφικτό, θεωρούμε απαραίτητη την ίδρυση μίας κρατικής επενδυτικής τράπεζας, στα πρότυπα της γερμανικής KfW (τράπεζα ανοικοδόμησης) - με μοναδικό αντικείμενο τη δανειοδότηση της πραγματικής οικονομίας.

 

Έχουμε δε την άποψη ότι, εάν το δημόσιο εγγυόταν σε ποσοστό 100% τις καταθέσεις στη συγκεκριμένη τράπεζα, στελεχώνοντας την παράλληλα σωστά, τότε θα ήταν μάλλον σίγουρη η επιστροφή μεγάλου μέρους των κεφαλαίων από το εξωτερικό - ενώ θα λειτουργούσε καλύτερα ο διατραπεζικός ανταγωνισμός, με θετικά αποτελέσματα για τις ελληνικές επιχειρήσεις.    

 

Ολοκληρώνοντας, η Ελλάδα πρέπει να επιστρέψει στην ανάπτυξη, πριν είναι ακόμη πολύ αργά - στη μετατροπή δηλαδή του καθοδικού σπειροειδή κύκλου σε ανοδικό, ο οποίος λειτουργεί αντίθετα: αυξάνει γεωμετρικά τα οικονομικά μεγέθη μίας χώρας, όπως ο πρώτος πολλαπλασιάζει τα δεινά της.

 

Για να το επιτύχει, πρέπει να διώξει τόσο το ΔΝΤ, όσο και τη Γερμανία από την επικράτεια της, συντάσσοντας επιτέλους ένα δικό της σχέδιο αντιμετώπισης της κρίσης - το οποίο οφείλει να συμπεριλαμβάνει την άμεση υιοθέτηση εκείνων των διαρθρωτικών αλλαγών που πραγματικά απαιτούνται (καταπολέμηση της γραφειοκρατίας, ορθολογικό και σταθερό φορολογικό σύστημα, αναπτυξιακό επιχειρηματικό πλαίσιο, αύξηση της παραγωγικότητας του δημοσίου, πάταξη της διαφθοράς κλπ.).     

 

Μόνο με αυτόν τον τρόπο θα επανακτήσει η Ελλάδα τη χαμένη αξιοπρέπεια, την τιμή, την υπερηφάνεια, το βιοτικό επίπεδο και, κυρίως, την εθνική της κυριαρχία - την οποία θυσίασαν ανεύθυνα, στο «βωμό της διαφθοράς», ορισμένα πολιτικά κόμματα, ενώ παρέδωσαν «ενδοτικά» όλοι όσοι βουλευτές υπέγραψαν την καταδίκη της, μετά το 2009.   

 

Βασίλης Βιλιάρδος  (copyright)

Αθήνα, 21. Σεπτεμβρίου 2013

viliardos@kbanalysis.com                                                      

Facebook   Twitter   Linked in   Analyst.gr

                                           

    Ο κ. Βασίλης Βιλιάρδος είναι οικονομολόγος, πτυχιούχος της ΑΣΟΕΕ Αθηνών, με μεταπτυχιακές σπουδές στο Πανεπιστήμιο του Αμβούργου.



Βρήκατε το άρθρο ενδιαφέρον;

 Επιστροφή
 

 
© Copyright 2005-2012 K&B Analysis ΕΠΕ. Απαγορεύεται η μερική ή ολική αναδημοσίευση / αναπαραγωγή περιεχομένων του παρόντος website με οποιοδήποτε τρόπο χωρίς προηγούμενη έγγραφη άδεια των εκδοτών.