Ο καυτός μήνας του Ιουλίου
2012 έφυγε παίρνοντας μαζί του το «ιερό τέρας» και τον «τελευταίο των Μοϊκανών» της σύγχρονης Ελληνικής
Ποτοποιίας, τον Χρήστο Π. Θωμόπουλο σε ηλικία 92 ετών.
Άνθρωπος πληθωρικός και
δραστήριος με ένα έμφυτο, καυστικό χιούμορ που αφόπλιζε, δημιουργώντας αμέσως
μια ευχάριστη αίσθηση σε κάθε συνομιλητή του. Ο Χρήστος Θωμόπουλος
διέθετε ένα χαρακτήρα που τον χρωμάτιζε έντονα η απόλυτη ευθύτητα, η
σταθερότητα στις απόψεις του (σωστές ή
λαθεμένες) και ένα δημιουργικό και πολύ πρακτικό πνεύμα που δεν τον
εγκατέλειψε μέχρι τις τελευταίες του στιγμές. Η οικογενειακή και προσωπική του ζωή
μοιάζει με ένα συναρπαστικό παραμύθι:
Ο πατέρας του Πέτρος Θωμόπουλος, έφθασε στις αρχές της δεκαετίας του 1900
(1905) από την ιδιαίτερη πατρίδα του, την Καλαμάτα, στο (τότε) κέντρο της
βιομηχανικής ανάπτυξης της Ελλάδος, τον Πειραιά, με μοναδικό του «όπλο» την
τέχνη της απόσταξης που έμαθε πολύ καλά από τον πατέρα του. Δίχως καθυστέρηση
στρώθηκε στην δουλειά κάνοντας αυτό που γνώριζε καλά, δηλαδή ούζο, με ένα
χειροκίνητο αποστακτήριο. Το αποτέλεσμα της δουλειάς του ήταν εξαιρετικό και
όταν ο μοναδικός συνεργάτης (Ραπτάκης)
που είχε στο ξεκίνημα του εγχειρήματος πέθανε πρόωρα, ανέλαβε πλήρως την μικρή
επιχείρηση που εξελίχτηκε καταπληκτικά.
Το «Ούζο διπλής απόσταξης» του Πέτρου Θωμόπουλου από την πρώτη μέρα της «τυποποίησης» του,
είχε εξαγωγικούς προσανατολισμούς και συμμετείχε σε σημαντικούς διεθνείς
διαγωνισμούς αποσπώντας σπάνιες διακρίσεις (Βρυξέλλες
1908, Ρώμη 1911, Αίγυπτος 1912) με αποτέλεσμα να αναπτύσσεται συνεχώς παρά
τα συγκλονιστικά γεγονότα που διαδέχονταν το ένα μετά το άλλο (Βαλκανικοί πόλεμοι 1912-1913, πρώτος
παγκόσμιος πόλεμος 1914-1918). Δύο μόλις χρόνια πριν από την Μικρασιατική καταστροφή (1920) ο Πέτρος Θωμόπουλος απέκτησε τον μοναδικό του γιό που επρόκειτο
να συνεχίσει την οικογενειακή παράδοση: Τον Χρήστο Θωμόπουλο.
Το «Ούζο διπλής απόσταξης» της «Ποτοποιίας Θωμοπούλου»
συνέχισε την ολοένα και μεγαλύτερη ανάπτυξη του όχι μόνο μέσα στην Ελλάδα αλλά
και σε αρκετές χώρες του εξωτερικού.
Το 1925 ο Πέτρος Θωμόπουλος δημιούργησε στα Καμίνια του Πειραιά (οδός Χρυσοστόμου Σμύρνης 44) ένα
εργοστάσιο που στην εποχή του θεωρείτο επίτευγμα, για να καλύψει την ολοένα και
μεγαλύτερη ζήτηση που απλωνόταν πλέον σε ολόκληρη την Ελλάδα, ενώ παράλληλα αναπτυσσόταν
συνεχώς μια πολύ σημαντική εξαγωγική δραστηριότητα.
Η καταπληκτική πορεία της
ποτοποιίας ενθάρρυνε τον Πέτρο Θωμόπουλο να
διευρύνει τις επαγγελματικές του δραστηριότητες σε άλλους τομείς που δεν είχαν
όμως ανάλογη επιτυχία – αντίθετα του δημιούργησαν σημαντικά προβλήματα (εργοστάσιο καραμελοποιίας, Κασταλία Τράπεζα),
με αποτέλεσμα να εγκαταλείψει όλες τις «παράπλευρες» δραστηριότητες του και να
αφιερωθεί ολοκληρωτικά στην Ποτοποιία που γνώριζε άριστα.
To 1935 ο Πέτρος Θωμόπουλος
κατέθεσε στο Υπουργείο Εμπορίου το περίφημο πλέον σήμα «Sans Rival»
(=ασυναγώνιστο, χωρίς ανταγωνισμό)
το οποίο έμελλε να γνωρίσει μοναδική επιτυχία τόσο μέσα όσο και έξω από την
Ελλάδα με αρχή την ακμάζουσα παροικία των Ελλήνων στην Αφρική (Αίγυπτος, όπου έγινε το αγαπημένο ποτό όχι μόνο των Ελλήνων, Σουδάν, Ερυθραία, Σομαλία, Αιθιοπία).
Εν τω μεταξύ ο διάδοχος
του Χρήστος Π. Θωμόπουλος, προετοιμάζονταν
εντατικά να αναλάβει την οικογενειακή ποτοποιία σπουδάζοντας χημικός αλλά η
δεκαετία του 1940 είναι κάτι παραπάνω από καταστροφική με κατάμαυρες τις
σελίδες της νεότερης ελληνικής ιστορίας: Δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος, κατοχή,
αδελφοκτόνος εμφύλιος. Η ποτοποιία ήδη από την κήρυξη του Ελληνο-ιταλικού
πολέμου στις 28 Οκτωβρίου του 1940, δεν
μπορεί να συνεχίσει την μέχρι τότε καταπληκτική της πορεία. Σταδιακά, απομένει
με μια και μοναδική εργάτρια μέχρι που ο εγκληματικός βομβαρδισμός του Πειραιά
από τους Άγγλους το μεσημέρι της 11ης Ιανουαρίου 1944 ολοκληρώνει
την καταστροφή.
Ο Χρήστος Θωμόπουλος
είναι πλέον υποχρεωμένος να ξεκινήσει την πορεία του πάνω στα ερείπια που είχαν
απομείνει. Παράλληλα με το «καθιερωμένο» Ούζο, έφτιαχνε μικρές ποσότητες
μπράντυ με την δική του συνταγή, την οποία άρχισε να προωθεί ο ίδιος στις
ελάχιστες κάβες και τα μπακάλικα που υπήρχαν. Όταν όμως τέλειωσε η εφιαλτική
δεκαετία του 1940 τα πράγματα άλλαξαν: Το 1951 έφθασε στην ποτοποιία μια
παραγγελία 1.200 φιαλών Ούζου «San Rival»
από τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, η μέχρι τότε ατομική επιχείρηση μετατράπηκε
σε ομόρυθμη εταιρία και το 1953 ο Χρήστος Θωμόπουλος διαδέχτηκε τον πατέρα του (ο οποίος πέθανε 16 χρόνια αργότερα, στις 8 Δεκεμβρίου 1969), αναλαμβάνοντας τα ηνία της ποτοποιίας.
Η πληθωρική προσωπικότητα
του Χρήστου Θωμόπουλου ξεδιπλώθηκε γρήγορα αφήνοντας
ανεξίτηλα τα σημάδια του στην πορεία της ποτοποιίας: Το Ούζο «San Rival»
σταδιακά μονοπώλησε την ελληνική αγορά ταυτίζοντας την έννοια του εθνικού μας
ποτού με το σήμα «Sans Rival»
κατά την διάρκεια ολόκληρης της δεκαετίας του 1950! Οι εξαγωγές διευρύνονταν
διαρκώς φθάνοντας μέχρι τον μακρινό Παναμά. Ο ίδιος διοχέτευσε την πληθωρική
του δραστηριότητα, εκτός από την ποτοποιία και στον συνδικαλισμό, αφού υπήρξε
μέλος τόσο του Διοικητικού Συμβουλίου του (τότε) Συνδέσμου Ελλήνων Βιομηχάνων όσο και του ΔΣ του Εμπορικού
& Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Πειραιώς για πολλά χρόνια αξιοποιώντας
άριστα την χαρισματική του προσωπικότητα. Κοσμοπολίτης, περιζήτητος στην
κοσμική ζωή της Αθήνας, πάντα έτοιμος για ανέκδοτα ή ενέργειες που χάριζαν
γέλιο.
Θυμάμαι το περιστατικό που
μου διηγήθηκε πριν από πολλά χρόνια απολαμβάνοντας την «πλάκα» που έκανε σε
φίλο του, διάσημο Έλληνα βιομήχανο, στα μέσα της δεκαετίας του 1960: Μια παρέα
κοσμικών Αθηναίων έκανε μια ολιγοήμερη εκδρομή σε ένα απομακρυσμένο αλλά
εντυπωσιακό Chalet της
Ελβετίας. Την δεύτερη μέρα της εκδρομής μια μεγάλη χιονοθύελλα περιόρισε την
κοσμική παρέα μέσα στο Chalet. Ο Χρήστος Θωμόπουλος
πρότεινε στον διάσημο Έλληνα βιομήχανο να πάνε σε ένα από τα μπαρ του Chalet
και να απολαύσουν από ένα Ούζο «Sans Rival»
με πάγο. Ο φίλος του τον είχε κοιτάξει με ένα βλέμμα δυσπιστίας αλλά και
επιτίμησης:
«Έλα τώρα που θα βρεις Ούζο «Sans Rival» στην άκρη της Ελβετίας, πάνω σε αυτά
τα κατσάβραχα!» του είχε πει. Ο Χρήστος Θωμόπουλος
επέμενε προτείνοντας και ένα στοίχημα επιλογής του φίλου του. Όταν μπήκε το
στοίχημα, ο φίλος του επέλεξε ένα από τα μπαρ του Chalet
και ζήτησε δύο Ούζα «Sans Rival»
με πάγο. Έκπληκτος, με γουρλωμένα μάτια, είδε τον μπάρμαν να εμφανίζει μια
φιάλη Ούζου «Sans Rival» και να σερβίρει σε δύο
ποτήρια προσθέτοντας παγάκια!
Λεπτομέρεια:
Ο Χρήστος Θωμόπουλος είχε φροντίσει, δύο εβδομάδες πριν από την
προγραμματισμένη εκδρομή να στείλει 12 φιάλες Ούζο «Sans Rival»
στο Ελβετικό Chalet με τον όρο να μοιραστούν
στα μπαρ ώστε εάν κάποιος από την Ελληνική παρέα το ζητήσει, να είναι άμεσα
διαθέσιμο!
Στις αρχές της δεκαετίας
του 1970 δημιουργήθηκε στα Καμίνια του Πειραιά, σε απόσταση αναπνοής από το
εργοστάσιο, ένα μεγάλο κτιριακό συγκρότημα (γωνία
οδών Χρυσοστόμου Σμύρνης και Νικολετοπούλου 10) για να αντιμετωπίσει τις
ανάγκες των αυξανόμενων απαιτήσεων της επιτυχίας. Το 1971 η ποτοποιία
μετατράπηκε σε Ανώνυμη Εταιρία και η εξαγωγική δραστηριότητα έφθασε στην
κορύφωση της φθάνοντας τις 35 χώρες του κόσμου!
Οι συνθήκες όμως που είχαν
επικρατήσει στην Ελληνική αγορά τις μεταπολεμικές δεκαετίες, άρχισαν αργά-αργά να
αλλάζουν. Οι εισαγωγές οινοπνευματωδών ποτών έκαναν σταδιακά αισθητή την
παρουσία τους ενώ εμφανίστηκε και ένα νέο Ούζο με «ελαφρότερη» γεύση (με μειωμένους οινοπνευματικούς βαθμούς)
που απειλούσε την κυριαρχία του Ούζου «Sans Rival»
στην ελληνική αγορά (το Ούζο 12 των
αδελφών Νίκου & Δημήτρη Καλογιάννη). Ο Χρήστος Θωμόπουλος
απέρριπτε κατηγορηματικά κάθε ενδεχόμενο συμπλήρωσης του προγράμματος των
προϊόντων του με εισαγόμενα ποτά («Είμαι
Βιομήχανος, όχι εισαγωγέας» συνήθιζε να λέει), ενώ δεν ήθελε με κανένα
τρόπο να αλλάξει την παραδοσιακή συνταγή του Ούζου «Sans Rival»,
ούτε καν να την συμπληρώσει με μια δεύτερη, ελαφρύτερη εκδοχή, για να
αντιμετωπίσει πιο αποτελεσματικά τον ανερχόμενο ανταγωνισμό.
Την δεκαετία του 1980 τα
πράγματα χειροτέρεψαν: Οι πανίσχυρες πολυεθνικές εισέβαλλαν στην ελληνική αγορά
εξαγοράζοντας ότι αποτελούσε την αφρόκρεμα της ελληνικής βιομηχανίας. Ο Χρήστος
Θωμόπουλος όμως είναι απόλυτος: Η σύζυγός του Μαρία Θωμοπούλου
του έχει ήδη χαρίσει δύο παιδιά (την
Τόνια και τον Πέτρο που γεννήθηκε στις 8 Δεκεμβρίου 1975
ίδια μέρα, ίδιο μήνα και ίδια ώρα με την ημερομηνία θανάτου του παππού του το 1969!) και ήθελε
να διατηρήσει την οικογενειακή ποτοποιία σε ελληνικά χέρια. Απέρριψε όλες τις
δελεαστικές προτάσεις που δέχτηκε από πολυεθνικές – γίγαντες οι οποίες σήμερα
βρίσκονται και λειτουργούν στην Ελληνική αγορά μέσω άλλων ελληνικών εταιριών
τις οποίες εξαγόρασαν. Την ίδια περίοδο η σταδιακή κυριαρχία των αλυσίδων
λιανικής στην ελληνική αγορά σε βάρος των παραδοσιακών καναλιών και των σημείων
πώλησης της ποτοποιίας (όπως είναι οι
μικρές κάβες, τα παντοπωλεία και πολλά άλλα), επέβαλλαν νέους όρους
«παρουσίας» στα ράφια των αλυσίδων λιανικής τους οποίους ο Χρήστος Θωμόπουλος
δεν ήταν έτοιμος να αποδεχτεί, πιστεύοντας ακράνδατα στην δύναμη του σήματος που
παρήγαγε.
Η δεκαετία του 1990 συνεχίστηκε
στην ίδια κατεύθυνση αποδυναμώνοντας σταδιακά την παραδοσιακή ποτοποιία η οποία
συγκεντρώνεται ολοένα και περισσότερο στις εξαγωγές που φθάνουν πλέον το 70%
της συνολικής παραγωγής και περιλαμβάνουν διάφορες χώρες και των πέντε ηπείρων.
Η πρώτη δεκαετία του 21ου
αιώνα ξεκίνησε με την σταδιακή δραστηριοποίηση της τέταρτης γενιάς της
οικογένειας (Πέτρος, Τόνια) στην
παραδοσιακή ποτοποιία. Το 2005 εορτάστηκε η συμπλήρωση ενός αιώνα ζωής της
ποτοποιίας με την κυκλοφορία της Χρυσής
Ετικέτας (Gold Label) του
Ούζου «Sans Rival». Οι ραγδαίες όμως
αλλαγές που συνέχισαν να σημειώνονται στην ελληνική αγορά, συμπληρώθηκαν με
την ένταση του λαθρεμπορίου οινοπνεύματος που τσακίζει κάθε νόμιμη και σωστή
βιομηχανία η οποία είναι εντελώς αδύνατο να ανταγωνιστεί ένα άνισο, άδικο και
ανορθόδοξο «πόλεμο» (βλπ. σχετικά
πρόσφατο άρθρο μας για το πρόβλημα του λαθρεμπορίου κάνοντας
κλικ εδώ). Ο συνδυασμός όλων των παραπάνω αιτίων οδήγησαν αναπόφευκτα
σε συρρίκνωση μια από τις ελάχιστες παραδοσιακές ποτοποιίες της Ελλάδος. Έτσι,
η είδηση που αναρτήθηκε στην ιστοσελίδα μας τον Ιούνιο του 2009 (Ούζο
Sans Rival: Το παραδοσιακό ελληνικό προϊόν σε νέα εταιρία με πλειοψηφικό
μερίδιο του Νίκου Καλογιάννη) δεν αποτέλεσε έκπληξη για όσους
παρακολουθούν από κοντά την ελληνική αγορά.
Με τον τρόπο αυτό έκλεισε
το πρώτο κεφάλαιο της ιστορίας της «Ποτοποιίας Θωμοπούλου» με την συμπλήρωση
109 χρόνων από το ξεκίνημά της. Το δεύτερο κεφάλαιο στην ιστορία της ποτοποιίας
που άνοιξε από το 2009 δεν έχει ακόμα «εκδηλωθεί αισθητά», αλλά είναι βέβαιο
πως βρίσκεται «σε καλά χέρια».
Ο Χρήστος Θωμόπουλος
αποσύρθηκε από την καθημερινή δραστηριότητα την οποία δεν εννοούσε να
αποχωριστεί όσο του το επέτρεπαν οι φυσικές του δυνάμεις ταξινομώντας, με την
βοήθεια της κόρης του, τα απομνημονεύματα του. Ένα μικρό δείγμα από κείμενα του
έχει κατά καιρούς αναρτηθεί στην ιστοσελίδα μας (Ιανουάριος 2009 Ευτράπελα και
διασκεδαστικά από την Ελληνική Ποτοποιία, Φεβρουάριος 2010 Η περιπέτεια της
εξαγωγής Ούζου Sans Rival στην Γαλλική αγορά και Μάρτιος 2012 Χρήστος Θωμόπουλος:
Το «ιερό τέρας» της ελληνικής ποτοποιίας αναπολεί εύθυμες ιστορίες με γέλιο που
έχουμε τόσο μεγάλη ανάγκη! ).
Ο Χρήστος Θωμόπουλος
έφυγε από κοντά μας το μεσημέρι της Πέμπτης 5 Ιουλίου 2012. Η νεκρώσιμη
ακολουθία του πραγματοποιήθηκε την Δευτέρα 9 Ιουλίου στις 11 το πρωί στην
εκκλησία της Αγίας Τριάδος στον Πειραιά, την πόλη που έζησε την συντριπτική
διάρκεια της ζωής του.
Το άρθρο αυτό γράφτηκε την
τεσσαρακοστή ημέρα από τον θάνατό του, σαν
ένα συμβολικό μνημόσυνο σε ένα αγαπημένο και πολύ σεβαστό πρόσωπο που άφησε
ανεξίτηλα τα ίχνη της παρουσίας του στην σύγχρονη ιστορία της ελληνικής
ποτοποιίας.
Λεωνίδας Κουμάκης*
16 Αυγούστου 2012
lk@kbanalysis.com
| *Ο Λεωνίδας Κουμάκης, γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη. Σπούδασε Νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και επί τρεις δεκαετίες, με την ιδιότητα του Διευθυντού Εξαγωγών Ελληνικής Οινοβιομηχανίας, ταξίδευσε στις 4 από τις 5 ηπείρους του πλανήτη μας, δημιουργώντας ένα εκτεταμένο δίκτυο διανομής σε 32 χώρες. Είναι συγγραφέας των βιβλίων «Το Θαύμα-Μια πραγματική ιστορία» (1992, η τέταρτη έκδοση το 2008) και «Ματιές στις ρίζες του Ελληνισμού» (1997). Για περισσότερες πληροφορίες κάντε κλικ εδώ. |
|